χατιρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χατιρικός < χατιρικ(ός) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
χατιρικός, -ή, -ό
- που γίνεται για το χατίρι κάποιου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χατιρικός
|
χατιρικός, -ή, -ό
|