χαρτοβασίλειο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτοβασίλειο < (καθαρεύουσα) χαρτοβασίλειον < χαρτο- + βασίλειον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική écrivassière [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτοβασίλειο ουδέτερο
- (ειρωνικό) μέρος που υπάρχουν υπερβολικά πολλά χαρτιά ή έγγραφα
- (συνεκδοχικά) γραφειοκρατία
- (κατ’ επέκταση) κράτος που η γραφειοκρατία του υπερβαίνει τα συνήθη των άλλων κρατών