χαριτόπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαριτόπλαστος | η | χαριτόπλαστος & χαριτόπλαστη |
το | χαριτόπλαστο |
γενική | του | χαριτοπλάστου & χαριτόπλαστου |
της | χαριτοπλάστου & χαριτόπλαστης |
του | χαριτοπλάστου & χαριτόπλαστου |
αιτιατική | τον | χαριτόπλαστο | τη | χαριτόπλαστο & χαριτόπλαστη |
το | χαριτόπλαστο |
κλητική | χαριτόπλαστε | χαριτόπλαστε & χαριτόπλαστη |
χαριτόπλαστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαριτόπλαστοι | οι | χαριτόπλαστοι & χαριτόπλαστες |
τα | χαριτόπλαστα |
γενική | των | χαριτοπλάστων & χαριτόπλαστων |
των | χαριτοπλάστων & χαριτόπλαστων |
των | χαριτοπλάστων & χαριτόπλαστων |
αιτιατική | τους | χαριτοπλάστους & χαριτόπλαστους |
τις | χαριτοπλάστους & χαριτόπλαστες |
τα | χαριτόπλαστα |
κλητική | χαριτόπλαστοι | χαριτόπλαστοι & χαριτόπλαστες |
χαριτόπλαστα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαριτόπλαστος < μεσαιωνική ελληνική χαριτόπλαστος[1] < αρχαία ελληνική χάρις + πλάσσω / πλάττω
Επίθετο
επεξεργασία
χαριτόπλαστος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που είναι πλασμένος με χάρη, με χαρίσματα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαριτόπλαστος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χαριτόπλαστος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)