↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαραμάδος οι χαραμάδοι
      γενική του χαραμάδου των χαραμάδων
    αιτιατική τον χαραμάδο τους χαραμάδους
     κλητική χαραμάδε χαραμάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαραμάδος < εβραϊκή חרם (kherem)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαραμάδος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία