Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαντοκάς < χαντόκ(ι) + -άς < αγγλικά hot dog

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.doˈkas/

Ουσιαστικό επεξεργασία

χαντοκάς αρσενικό

  • (ελληνοαμερικανικά) μάγειρας ειδικευμένος στα χοτ ντογκ
    Ζητείται χαντοκάς για πρωινή βάρδια.