Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμολούλουδο τα χαμολούλουδα
      γενική του χαμολούλουδου των χαμολούλουδων
    αιτιατική το χαμολούλουδο τα χαμολούλουδα
     κλητική χαμολούλουδο χαμολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμολούλουδο < χαμο- + λουλούδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμολούλουδο ουδέτερο

  • λουλούδι με πολύ μικρό κοτσάνι που βγαίνει πολύ κοντά στο χώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία