↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλυβδωμένος η χαλυβδωμένη το χαλυβδωμένο
      γενική του χαλυβδωμένου της χαλυβδωμένης του χαλυβδωμένου
    αιτιατική τον χαλυβδωμένο τη χαλυβδωμένη το χαλυβδωμένο
     κλητική χαλυβδωμένε χαλυβδωμένη χαλυβδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλυβδωμένοι οι χαλυβδωμένες τα χαλυβδωμένα
      γενική των χαλυβδωμένων των χαλυβδωμένων των χαλυβδωμένων
    αιτιατική τους χαλυβδωμένους τις χαλυβδωμένες τα χαλυβδωμένα
     κλητική χαλυβδωμένοι χαλυβδωμένες χαλυβδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χαλυβδωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χαλυβδωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)