↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλικοθηρίο τα χαλικοθηρία
      γενική του χαλικοθηρίου των χαλικοθηρίων
    αιτιατική το χαλικοθηρίο τα χαλικοθηρία
     κλητική χαλικοθηρίο χαλικοθηρία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλικοθηρίο < χαλικοθήριον στην καθαρεύουσα < χαλικοθηριίδαι < για να αποδοθεί το chalicotheridae και το γένος τους chalicotherium < αρχαία ελληνική χάλιξ και θηρίον (τα δόντια απολιθώματος που βρέθηκε έμοιαζαν με βότσαλα και χαλίκια)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλικοθηρίο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία