Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλαζασφάλεια οι χαλαζασφάλειες
      γενική της χαλαζασφάλειας των χαλαζασφαλειών
    αιτιατική τη χαλαζασφάλεια τις χαλαζασφάλειες
     κλητική χαλαζασφάλεια χαλαζασφάλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλαζασφάλεια < χαλάζι και ασφάλεια (νεολογισμός κατά το πυρασφάλεια)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλαζασφάλεια θηλυκό

  • ασφαλιστική κάλυψη ενός αγρότη από τις ζημίες που προκαλεί η χαλαζόπτωση (η οποία όμως εξακολουθεί να αναφέρεται ως «ασφαλιστική κάλυψη για το χαλάζι» ή όταν αυτή δεν παρέχεται, ο όρος που χρησιμοποιείται είναι «αποζημίωση για χαλαζόπτωση»). Για κάλυψη ζημιών σε ΙΧ από χαλάζι ο όρος είναι «κάλυψη από χαλαζόπτωση».

  Μεταφράσεις επεξεργασία