χαλάουα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλάουα | οι | χαλάουες |
γενική | της | χαλάουας | — | |
αιτιατική | τη | χαλάουα | τις | χαλάουες |
κλητική | χαλάουα | χαλάουες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαλάουα (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική halawa < αραβική حلاوة (ḥalāwa) < حلوى < حلو (ḥulw: γλυκός, γλύκα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαλάουα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαλβάς