χαβικίνη
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαβικίνη | οι | χαβικίνες |
γενική | της | χαβικίνης | των | χαβικινών |
αιτιατική | τη | χαβικίνη | τις | χαβικίνες |
κλητική | χαβικίνη | χαβικίνες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαβικίνη < chavicine
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαβικίνη θηλυκό
- αλκαλοειδές που ανευρίσκεται κυρίως στο μαύρο πιπέρι