Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαβανόχερο τα χαβανόχερα
      γενική του χαβανόχερου των χαβανόχερων
    αιτιατική το χαβανόχερο τα χαβανόχερα
     κλητική χαβανόχερο χαβανόχερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαβανόχερο < χαβάνι και χέρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαβανόχερο ουδέτερο

  • αντικείμενο ακριβώς σαν το γουδοχέρι, αλλά για να χτυπά πιο σκληρές τροφές σε μεταλλικό και όχι ξύλινο γουδί, συνήθως από μπρούντζο

  Μεταφράσεις επεξεργασία