χαΐνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαΐνης | οι | χαΐνηδες |
γενική | του | χαΐνη | των | χαΐνηδων |
αιτιατική | τον | χαΐνη | τους | χαΐνηδες |
κλητική | χαΐνη | χαΐνηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαΐνης αρσενικό