Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοθερμοθεραπεία οι φωτοθερμοθεραπείες
      γενική της φωτοθερμοθεραπείας των φωτοθερμοθεραπειών
    αιτιατική τη φωτοθερμοθεραπεία τις φωτοθερμοθεραπείες
     κλητική φωτοθερμοθεραπεία φωτοθερμοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοθερμοθεραπεία < φωτο- + θερμο- + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοθερμοθεραπεία θηλυκό

  • (σπάνιο) θεραπεία με συνδυασμό φωτεινής και θερμικής ακτινοβολίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία