φωσφοροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφοροσκόπιο < φωσφόρ(ος) + -ο- + -σκόπιο [< σκοπέω-ῶ (παρατηρώ)], (αντιδάνειο) αγγλική phosphoroscope
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωσφοροσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική, τεχνολογία) οπτικό όργανο - συσκευή μέτρησης της έντασης φωσφορισμού ουσίας, ή σώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφοροσκόπιο
|