Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτεύτρα οι φυτεύτρες
      γενική της φυτεύτρας των (φυτευτρών)
    αιτιατική τη φυτεύτρα τις φυτεύτρες
     κλητική φυτεύτρα φυτεύτρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτεύτρα < φυτευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτεύτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη φυτευτής

  Μεταφράσεις επεξεργασία