Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσίζοος < φύσις και μάλλον ζειαί (χοντρό σιτάρι) ίσως και ζοός (ζωντανός)

  Επίθετο επεξεργασία

φυσίζοος, ος, ον

  1. που γεννάει καρπούς, σπόρους
    φυσίζοος γῆ
  2. που παράγει ζωή, που την συντηρεί
    φυσίζοον ὕδωρ, φυσίζοος ἀήρ