φυλακτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φυλακτήριον | τὰ | φυλακτήριᾰ |
γενική | τοῦ | φυλακτηρίου | τῶν | φυλακτηρίων |
δοτική | τῷ | φυλακτηρίῳ | τοῖς | φυλακτηρίοις |
αιτιατική | τὸ | φυλακτήριον | τὰ | φυλακτήριᾰ |
κλητική ὦ! | φυλακτήριον | φυλακτήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλακτηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φυλακτηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυλακτήριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυλακτήριον ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- φυλακτήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυλακτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.