φυγόδικη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυγόδικη < φυγόδικ(ος) + -η
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυγόδικη θηλυκό
- (νομικός όρος) θηλυκό του φυγόδικος
Άλλες μορφές επεξεργασία
- φυγόδικος (λόγιο θηλυκό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυγόδικη
|