Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτωχοφαγία οι φτωχοφαγίες
      γενική της φτωχοφαγίας των φτωχοφαγιών
    αιτιατική τη φτωχοφαγία τις φτωχοφαγίες
     κλητική φτωχοφαγία φτωχοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτωχοφαγία < φτωχ(ο) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτωχοφαγία θηλυκό

  • (σπάνιο) η κατανάλωση ιδιαίτερα μικρής ποσότητας φαγητού
    η λέξη αναφέρεται στο κείμενο του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901), Ο καλόγηρος:
    ※  Είναι αληθινόν ότι η ζωή στα μοναστήρια μας είναι βρομοζωή, ζωή χτυνώδης και αποτρόπαιη· αλλά και ο καλόγηρός μας είναι σχεδόν πάντοτε κι εκείνος της ύστερης κοινωνικής τάξεως. Ώστε, διά όση βρόμα και φτωχοφαγία μπορή να είναι στο μοναστήρι, ο νεοσύλλεκτος ευρίσκει εκεί μέσα ανάλογον χορτασμόν, και ευλογημένην ξεγνοιασιά και αφροντισία. ([1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία