Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχομάγαζο τα φτωχομάγαζα
      γενική του φτωχομάγαζου των φτωχομάγαζων
    αιτιατική το φτωχομάγαζο τα φτωχομάγαζα
     κλητική φτωχομάγαζο φτωχομάγαζα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτωχομάγαζο < φτωχός και μαγαζί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτωχομάγαζο ουδέτερο

  1. το κατάστημα που έχει φτηνά πράγματα για να μπορούν να ψωνίσουν και οι φτωχοί
  2. το κατάστημα που έχει πολύ λίγα είδη, που είναι φτωχό σε ποικλία, που είναι ταπεινό σε εγκαταστάσεις και σε είδη

  Μεταφράσεις επεξεργασία