φτιαξιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτιαξιά | οι | φτιαξιές |
γενική | της | φτιαξιάς | των | φτιαξιών |
αιτιατική | τη | φτιαξιά | τις | φτιαξιές |
κλητική | φτιαξιά | φτιαξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φτιαξιά < φτιάξιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτιαξιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η κατασκευή
- ο σωματότυπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτιαξιά
|