Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρουτοφαγία οι φρουτοφαγίες
      γενική της φρουτοφαγίας των φρουτοφαγιών
    αιτιατική τη φρουτοφαγία τις φρουτοφαγίες
     κλητική φρουτοφαγία φρουτοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρουτοφαγία < φρούτ(ο) + -ο- + -φαγία (κατά το χορτοφαγία και κρεατοφαγία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρουτοφαγία θηλυκό, ο πληθυντικός είναι αδόκιμος

  • η διατροφή και η πρόσληψη όλων των θερμίδων αποκλειστικά από μία ομάδα τροφίμων και, συγκεκριμένα, από εκείνην των φρούτων -για λόγους υγείας ή για αδυνάτισμα ή και για τα δύο

  Μεταφράσεις επεξεργασία