φρεσκοξυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρεσκοξυρισμένος < φρεσκο- + ξυρισμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξυρίζω
Μετοχή
επεξεργασίαφρεσκοξυρισμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που έχει ξυριστεί πρόσφατα
- άλλες μορφές: φρεσκοξουρισμένος (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρεσκοξυρισμένος
|