Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοξυρισμένος η φρεσκοξυρισμένη το φρεσκοξυρισμένο
      γενική του φρεσκοξυρισμένου της φρεσκοξυρισμένης του φρεσκοξυρισμένου
    αιτιατική τον φρεσκοξυρισμένο τη φρεσκοξυρισμένη το φρεσκοξυρισμένο
     κλητική φρεσκοξυρισμένε φρεσκοξυρισμένη φρεσκοξυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοξυρισμένοι οι φρεσκοξυρισμένες τα φρεσκοξυρισμένα
      γενική των φρεσκοξυρισμένων των φρεσκοξυρισμένων των φρεσκοξυρισμένων
    αιτιατική τους φρεσκοξυρισμένους τις φρεσκοξυρισμένες τα φρεσκοξυρισμένα
     κλητική φρεσκοξυρισμένοι φρεσκοξυρισμένες φρεσκοξυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρεσκοξυρισμένος < φρεσκο- + ξυρισμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξυρίζω

  Μετοχή επεξεργασία

φρεσκοξυρισμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία