Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραγματοθέτις < φράγμα + τίθημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραγματοθέτις θηλυκό

  • (ναυτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος πολεμικού πλοίου υποστήριξης με κατάλληλη διαρρύθμιση για μεταφορά και πόντιση θαλάσσιων φραγμάτων και συντήρησης ναύδετων αγκυροβολίων.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία