φουσκοδεντριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουσκοδεντριά | οι | φουσκοδεντριές |
γενική | της | φουσκοδεντριάς | των | φουσκοδεντριών |
αιτιατική | τη | φουσκοδεντριά | τις | φουσκοδεντριές |
κλητική | φουσκοδεντριά | φουσκοδεντριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουσκοδεντριά θηλυκό
- η περίοδος αμέσως πριν από την άνοιξη, όταν τα δέντρα ετοιμάζονται να βγάλουν άνθη
- (μεταφορικά) η αυξημένη λίμπιντο, ερωτική διάθεση γυναικών και ανδρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουσκοδεντριά
|