Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκοδεντριά οι φουσκοδεντριές
      γενική της φουσκοδεντριάς των φουσκοδεντριών
    αιτιατική τη φουσκοδεντριά τις φουσκοδεντριές
     κλητική φουσκοδεντριά φουσκοδεντριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουσκοδεντριά < φουσκώνω + δέντρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουσκοδεντριά θηλυκό

  1. η περίοδος αμέσως πριν από την άνοιξη, όταν τα δέντρα ετοιμάζονται να βγάλουν άνθη
  2. (μεταφορικά) η αυξημένη λίμπιντο, ερωτική διάθεση γυναικών και ανδρών

  Μεταφράσεις επεξεργασία