Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουκού
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουκού
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φουκού
θηλυκό
(
κυπριακά
)
φουφού
, μεταλλικό δοχείο όπου ανάβονται
κάρβουνα
, τύπος
ψησταριάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουκού
→
δείτε
τη λέξη
φουφού