Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοροτελής η φοροτελής το φοροτελές
      γενική του φοροτελούς* της φοροτελούς του φοροτελούς
    αιτιατική τον φοροτελή τη φοροτελή το φοροτελές
     κλητική φοροτελή(ς) φοροτελής φοροτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοροτελείς οι φοροτελείς τα φοροτελή
      γενική των φοροτελών των φοροτελών των φοροτελών
    αιτιατική τους φοροτελείς τις φοροτελείς τα φοροτελή
     κλητική φοροτελείς φοροτελείς φοροτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοροτελής < μεσαιωνική ελληνική φοροτελής < φόρ(ος) + -ο- + -τελής

  Επίθετο επεξεργασία

φοροτελής, -ης, -ες

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία