φοροτελής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φοροτελής | η | φοροτελής | το | φοροτελές |
γενική | του | φοροτελούς* | της | φοροτελούς | του | φοροτελούς |
αιτιατική | τον | φοροτελή | τη | φοροτελή | το | φοροτελές |
κλητική | φοροτελή(ς) | φοροτελής | φοροτελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φοροτελείς | οι | φοροτελείς | τα | φοροτελή |
γενική | των | φοροτελών | των | φοροτελών | των | φοροτελών |
αιτιατική | τους | φοροτελείς | τις | φοροτελείς | τα | φοροτελή |
κλητική | φοροτελείς | φοροτελείς | φοροτελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φοροτελής < μεσαιωνική ελληνική φοροτελής < φόρ(ος) + -ο- + -τελής
Επίθετο επεξεργασία
φοροτελής, -ης, -ες
Μεταφράσεις επεξεργασία
φοροτελής
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φοροτελής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)