Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορολοταρία οι φορολοταρίες
      γενική της φορολοταρίας των φορολοταριών
    αιτιατική τη φορολοταρία τις φορολοταρίες
     κλητική φορολοταρία φορολοταρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορολοταρία < φόρος + -ο- + λοταρία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.ɾo.lo.taˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐ρο‐λο‐τα‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορολοταρία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία