φοροαποφυγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φοροαποφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) η αποφυγή της πληρωμής φόρων
- Οι εισαγγελείς είχαν ξεκινήσει έρευνα για την εταιρεία και ξεχωριστά για κάθε ένα από τα στελέχη που φέρονται να έχουν οργανώσει τη φοροαποφυγή και έτσι, παρότι η εταιρεία πλήρωσε ακριβώς το ποσό που της ζητήθηκε, οι υποθέσεις εναντίον των στελεχών παραμένουν ανοιχτές. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φοροαποφυγή