Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορμόλη οι φορμόλες
      γενική της φορμόλης των φορμολών
    αιτιατική τη φορμόλη τις φορμόλες
     κλητική φορμόλη φορμόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορμόλη < από το γαλλικό χημικό όρο formol

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορμόλη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία