φοδραρίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φοδραρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος φοδραρίζω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοδραρίζομαι | φοδραριζόμουν(α) | θα φοδραρίζομαι | να φοδραρίζομαι | ||
β' ενικ. | φοδραρίζεσαι | φοδραριζόσουν(α) | θα φοδραρίζεσαι | να φοδραρίζεσαι | (φοδραρίζου) | |
γ' ενικ. | φοδραρίζεται | φοδραριζόταν(ε) | θα φοδραρίζεται | να φοδραρίζεται | ||
α' πληθ. | φοδραριζόμαστε | φοδραριζόμαστε φοδραριζόμασταν |
θα φοδραριζόμαστε | να φοδραριζόμαστε | ||
β' πληθ. | φοδραρίζεστε | φοδραριζόσαστε φοδραριζόσασταν |
θα φοδραρίζεστε | να φοδραρίζεστε | (φοδραρίζεστε) | |
γ' πληθ. | φοδραρίζονται | φοδραρίζονταν φοδραριζόντουσαν |
θα φοδραρίζονται | να φοδραρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φοδραρίστηκα | θα φοδραριστώ | να φοδραριστώ | φοδραριστεί | ||
β' ενικ. | φοδραρίστηκες | θα φοδραριστείς | να φοδραριστείς | φοδραρίσου | ||
γ' ενικ. | φοδραρίστηκε | θα φοδραριστεί | να φοδραριστεί | |||
α' πληθ. | φοδραριστήκαμε | θα φοδραριστούμε | να φοδραριστούμε | |||
β' πληθ. | φοδραριστήκατε | θα φοδραριστείτε | να φοδραριστείτε | φοδραριστείτε | ||
γ' πληθ. | φοδραρίστηκαν φοδραριστήκαν(ε) |
θα φοδραριστούν(ε) | να φοδραριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φοδραριστεί | είχα φοδραριστεί | θα έχω φοδραριστεί | να έχω φοδραριστεί | φοδραρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις φοδραριστεί | είχες φοδραριστεί | θα έχεις φοδραριστεί | να έχεις φοδραριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φοδραριστεί | είχε φοδραριστεί | θα έχει φοδραριστεί | να έχει φοδραριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φοδραριστεί | είχαμε φοδραριστεί | θα έχουμε φοδραριστεί | να έχουμε φοδραριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φοδραριστεί | είχατε φοδραριστεί | θα έχετε φοδραριστεί | να έχετε φοδραριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φοδραριστεί | είχαν φοδραριστεί | θα έχουν φοδραριστεί | να έχουν φοδραριστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
φοδραρίζομαι
|