Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φλυᾱκ-
ονομαστική φλύαξ οἱ φλύακες
      γενική τοῦ φλύακος τῶν φλυάκων
      δοτική τῷ φλύακ τοῖς φλύαξ(ν)
    αιτιατική τὸν φλύακ τοὺς φλύακᾰς
     κλητική ! φλύαξ φλύακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλύακε
γεν-δοτ τοῖν  φλυάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλύαξ < φλύω (& φλέω), φλυακ- + >

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλύαξ αρσενικό

  1. δωρικός τύπος του φλύαρος
    ※  Ἐκεῖθεν δὲ καὶ Ῥίνθων ἦν ὁ ἐπικαλούμενος φλύαξ, ἤγουν φλύαρος
    σχόλιο, 12ος αιώνας Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια στο έργο Διονυσίου του Περιηγητού, 376, 12
  2. είδος κωμικού ποιήματος (ἱλαροτραγῳδία), μπουρλέσκο
  3. φλυαρία, πολυλογία
  4. φληνάφημα, λήρος
  5. γελωτοποιός, αστείος

  Πηγές επεξεργασία