Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλωρινιώτικος η φλωρινιώτικη το φλωρινιώτικο
      γενική του φλωρινιώτικου της φλωρινιώτικης του φλωρινιώτικου
    αιτιατική τον φλωρινιώτικο τη φλωρινιώτικη το φλωρινιώτικο
     κλητική φλωρινιώτικε φλωρινιώτικη φλωρινιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλωρινιώτικοι οι φλωρινιώτικες τα φλωρινιώτικα
      γενική των φλωρινιώτικων των φλωρινιώτικων των φλωρινιώτικων
    αιτιατική τους φλωρινιώτικους τις φλωρινιώτικες τα φλωρινιώτικα
     κλητική φλωρινιώτικοι φλωρινιώτικες φλωρινιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλωρινιώτικος < Φλωρινιώτ(ης) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

φλωρινιώτικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία