φλεβώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλεβώδης | η | φλεβώδης | το | φλεβώδες |
γενική | του | φλεβώδους | της | φλεβώδους | του | φλεβώδους |
αιτιατική | τον | φλεβώδη | τη | φλεβώδη | το | φλεβώδες |
κλητική | φλεβώδη(ς) | φλεβώδης | φλεβώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλεβώδεις | οι | φλεβώδεις | τα | φλεβώδη |
γενική | των | φλεβωδών | των | φλεβωδών | των | φλεβωδών |
αιτιατική | τους | φλεβώδεις | τις | φλεβώδεις | τα | φλεβώδη |
κλητική | φλεβώδεις | φλεβώδεις | φλεβώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλεβώδης < αρχαία ελληνική φλεβώδης
Επίθετο
επεξεργασίαφλεβώδης ο και η, το φλεβώδες