Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεβώδης η φλεβώδης το φλεβώδες
      γενική του φλεβώδους της φλεβώδους του φλεβώδους
    αιτιατική τον φλεβώδη τη φλεβώδη το φλεβώδες
     κλητική φλεβώδη(ς) φλεβώδης φλεβώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεβώδεις οι φλεβώδεις τα φλεβώδη
      γενική των φλεβωδών των φλεβωδών των φλεβωδών
    αιτιατική τους φλεβώδεις τις φλεβώδεις τα φλεβώδη
     κλητική φλεβώδεις φλεβώδεις φλεβώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλεβώδης < αρχαία ελληνική φλεβώδης

  Επίθετο επεξεργασία

φλεβώδης ο και η, το φλεβώδες

  1. γεμάτος με φλέβες ή με μεγάλες φλέβες
  2. όμοιος με φλέβα

  Μεταφράσεις επεξεργασία