Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοδασικός η φιλοδασική το φιλοδασικό
      γενική του φιλοδασικού της φιλοδασικής του φιλοδασικού
    αιτιατική τον φιλοδασικό τη φιλοδασική το φιλοδασικό
     κλητική φιλοδασικέ φιλοδασική φιλοδασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοδασικοί οι φιλοδασικές τα φιλοδασικά
      γενική των φιλοδασικών των φιλοδασικών των φιλοδασικών
    αιτιατική τους φιλοδασικούς τις φιλοδασικές τα φιλοδασικά
     κλητική φιλοδασικοί φιλοδασικές φιλοδασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοδασικός < φίλος + δάσος

  Επίθετο επεξεργασία

φιλοδασικός

  • αυτός που αγαπά και προστατεύει τα δάση, ο αναφερόμενος στην προστασία των δασών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία