Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλαίακτος < φίλος και αἰάζω (κραυγάζω, θρηνώ)

  Επίθετο επεξεργασία

φιλαίακτος, ος, ον

  • που του αρέσει ο θρήνος, η αθλιότητα, ο οδυρμός