φθινόπωρον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φθινόπωρον | τὰ | φθινόπωρᾰ |
γενική | τοῦ | φθινοπώρου | τῶν | φθινοπώρων |
δοτική | τῷ | φθινοπώρῳ | τοῖς | φθινοπώροις |
αιτιατική | τὸ | φθινόπωρον | τὰ | φθινόπωρᾰ |
κλητική ὦ! | φθινόπωρον | φθινόπωρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φθινοπώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φθινοπώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φθινόπωρον, ήδη τον 5ο αιώνα πκε < φθίνω + ὀπώρ(α) + -ον. κυριολεκτικά: Η εποχή που φθίνουν, δηλαδή λιγοστεύουν τα φρούτα ή τελειώνει η ὀπώρα (η εποχή).
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: φθινόπωρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φθινόπωρον θηλυκό
- (εποχή) το φθινόπωρο
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 4 (Μελπομένη), 42.3
- ὅκως δὲ γίνοιτο φθινόπωρον, προσίσχοντες ἂν σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον·
- και, κάθε που ερχόταν φθινόπωρο, έπιαναν στεριά σ᾽ όποιο μέρος της Λιβύης έφταναν με τα πλοία τους, έσπερναν τη γη και περίμεναν να ωριμάσει το σιτάρι,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὅκως δὲ γίνοιτο φθινόπωρον, προσίσχοντες ἂν σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον·
- 9 (Καλλιόπη), 117.1
- ἐπεὶ δὲ πολιορκεομένοισί σφι φθινόπωρον ἐπεγίνετο, [καὶ] ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό τε τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐξελεῖν τὸ τεῖχος,
- Και καθώς ήρθε το φθινόπωρο κι η πολιορκία κρατούσε, οι Αθηναίοι βαρυγκομούσαν, και επειδή βρίσκονταν μακριά απ᾽ την πόλη τους και επειδή δεν μπορούσαν να κυριέψουν το τείχος.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δὲ πολιορκεομένοισί σφι φθινόπωρον ἐπεγίνετο, [καὶ] ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό τε τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐξελεῖν τὸ τεῖχος,
- 4 (Μελπομένη), 42.3
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 100.2
- καὶ ἐξέπεμψαν Λακεδαιμόνιοι περὶ τὸ φθινόπωρον τρισχιλίους ὁπλίτας τῶν ξυμμάχων.
- Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν, κατά το φθινόπωρο, τρεις χιλιάδες συμμαχικούς οπλίτες.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἐξέπεμψαν Λακεδαιμόνιοι περὶ τὸ φθινόπωρον τρισχιλίους ὁπλίτας τῶν ξυμμάχων.
- ≈ συνώνυμα: μετόπωρον, μεθόπωρον, φθινομετόπωρον
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
Συγγενικά επεξεργασία
- φθινοπωρικός
- φθινοπωρινός
- φθινοπωρίς
- φθινοπωρισμός
- → και δείτε τις λέξεις φθίνω και ὀπώρα
Πηγές επεξεργασία
- φθινόπωρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθινόπωρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.