Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φελλοτάπητας < φελλός και τάπητας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φελλοτάπητας αρσενικό

  • ρινίσματα φελλού αναμεμιγμένα με κολλώδεις ουσίες που απλώνεται πάνω σε χοντρό ύφασμα ή άλλο υλικό για να σχηματιστεί μονωτικό στρώμα (στους τοίχους, στο δάπεδο, ή για στρωματίδιο για γυμναστική και για εκδρομές)
    φελλοτάπητας επί σκηροδέματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία