Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φελλάτος η φελλάτη το φελλάτο
      γενική του φελλάτου της φελλάτης του φελλάτου
    αιτιατική τον φελλάτο τη φελλάτη το φελλάτο
     κλητική φελλάτε φελλάτη φελλάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φελλάτοι οι φελλάτες τα φελλάτα
      γενική των φελλάτων των φελλάτων των φελλάτων
    αιτιατική τους φελλάτους τις φελλάτες τα φελλάτα
     κλητική φελλάτοι φελλάτες φελλάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φελλάτος < φελλός + -άτος

  Επίθετο επεξεργασία

φελλάτος

  1. αυτός που φέρει φελλούς
  2. (αργκό) ο ανόητος, ο άμυαλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία