φασματογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φασματογραφία < φάσματ(ος) + -ο- + -γραφία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spectrographie[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
φασματογραφία θηλυκό
- τομέας της επιστήμης που ασχολείται με τα φάσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φασματογραφία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)