φασματογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φασματογράφημα < (φάσμα) φασματ- + -ο- + -γράφημα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spectogramme[1])
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.zma.toˈɣɾa.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σμα‐το‐γρά‐φη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φασματογράφημα ουδέτερο
- η προβολή ενός φάσματος μέσω φωτογραφίας ή άλλου μέσου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φασματογράφημα
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φασματογράφημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας