Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοδυναμικά < φαρμακοδυναμικός < φαρμακοδυναμική


  Επίρρημα επεξεργασία

φαρμακοδυναμικά

  • Ο κλινικός, πρακτικός τρόπος μελέτης και έρευνας ενός σκευάσματος σε ζωντανούς οργανισμούς
Πρέπει να ελεγχθεί και φαρμακοδυναμικά με κλινικές έρευνες και μόνον αν περάσει την ΙΙΙ Φάση των ερευνών θα έχει ελπίδες να πάρει έγκριση


Συγγενικά επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φαρμακοδυναμικά

Τα σχετικα με την δοκιμασία των φαρμάκων σε ζωντανούς οργανισμούς

Τα φαρμακοδυναμικά εργαστήρια συγκεντρώνουν συχνά τα πυρά φιλόζωων για τη χρήση ζώων στα πειράματά τους