Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοβιομήχανος < φάρμακο + βιομήχανος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακοβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία