Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φανερωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φανερωτικ
ός
η
φανερωτικ
ή
το
φανερωτικ
ό
γενική
του
φανερωτικ
ού
της
φανερωτικ
ής
του
φανερωτικ
ού
αιτιατική
τον
φανερωτικ
ό
τη
φανερωτικ
ή
το
φανερωτικ
ό
κλητική
φανερωτικ
έ
φανερωτικ
ή
φανερωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φανερωτικ
οί
οι
φανερωτικ
ές
τα
φανερωτικ
ά
γενική
των
φανερωτικ
ών
των
φανερωτικ
ών
των
φανερωτικ
ών
αιτιατική
τους
φανερωτικ
ούς
τις
φανερωτικ
ές
τα
φανερωτικ
ά
κλητική
φανερωτικ
οί
φανερωτικ
ές
φανερωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φανερωτικός
<
φανέρωση
Επίθετο
επεξεργασία
φανερωτικός
που προκαλεί τη
φανέρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φανερωτικός