Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανερωτικός η φανερωτική το φανερωτικό
      γενική του φανερωτικού της φανερωτικής του φανερωτικού
    αιτιατική τον φανερωτικό τη φανερωτική το φανερωτικό
     κλητική φανερωτικέ φανερωτική φανερωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανερωτικοί οι φανερωτικές τα φανερωτικά
      γενική των φανερωτικών των φανερωτικών των φανερωτικών
    αιτιατική τους φανερωτικούς τις φανερωτικές τα φανερωτικά
     κλητική φανερωτικοί φανερωτικές φανερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανερωτικός < φανέρωση

  Επίθετο επεξεργασία

φανερωτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία