Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανερωτής οι φανερωτές
      γενική του φανερωτή των φανερωτών
    αιτιατική τον φανερωτή τους φανερωτές
     κλητική φανερωτή φανερωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανερωτής < φανερώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φανερωτής αρσενικό

  • εκείνος που βοηθά να βρεθεί κάτι χαμένο ή μια λύση
  • ο Αγιος Φανούριος ο Φανερωτής

  Μεταφράσεις επεξεργασία