Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαινολικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαινολικ
ός
η
φαινολικ
ή
το
φαινολικ
ό
γενική
του
φαινολικ
ού
της
φαινολικ
ής
του
φαινολικ
ού
αιτιατική
τον
φαινολικ
ό
τη
φαινολικ
ή
το
φαινολικ
ό
κλητική
φαινολικ
έ
φαινολικ
ή
φαινολικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαινολικ
οί
οι
φαινολικ
ές
τα
φαινολικ
ά
γενική
των
φαινολικ
ών
των
φαινολικ
ών
των
φαινολικ
ών
αιτιατική
τους
φαινολικ
ούς
τις
φαινολικ
ές
τα
φαινολικ
ά
κλητική
φαινολικ
οί
φαινολικ
ές
φαινολικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαινολικός
<
φαινόλ(η)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
φαινολικός, -ή, -ό
που απαρτίζεται από φαινόλη ή που αναφέρεται σε αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαινολικός