↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαινολικός η φαινολική το φαινολικό
      γενική του φαινολικού της φαινολικής του φαινολικού
    αιτιατική τον φαινολικό τη φαινολική το φαινολικό
     κλητική φαινολικέ φαινολική φαινολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαινολικοί οι φαινολικές τα φαινολικά
      γενική των φαινολικών των φαινολικών των φαινολικών
    αιτιατική τους φαινολικούς τις φαινολικές τα φαινολικά
     κλητική φαινολικοί φαινολικές φαινολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαινολικός < φαινόλ(η) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

φαινολικός, -ή, -ό

  • που απαρτίζεται από φαινόλη ή που αναφέρεται σε αυτή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία