Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φαεσίμβροτος τὸ φαεσίμβροτον
      γενική τοῦ/τῆς φαεσιμβρότου τοῦ φαεσιμβρότου
      δοτική τῷ/τῇ φαεσιμβρότ τῷ φαεσιμβρότ
    αιτιατική τὸν/τὴν φαεσίμβροτον τὸ φαεσίμβροτον
     κλητική ! φαεσίμβροτε φαεσίμβροτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φαεσίμβροτοι τὰ φαεσίμβροτ
      γενική τῶν φαεσιμβρότων τῶν φαεσιμβρότων
      δοτική τοῖς/ταῖς φαεσιμβρότοις τοῖς φαεσιμβρότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φαεσιμβρότους τὰ φαεσίμβροτ
     κλητική ! φαεσίμβροτοι φαεσίμβροτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαεσιμβρότω τὼ φαεσιμβρότω
      γεν-δοτ τοῖν φαεσιμβρότοιν τοῖν φαεσιμβρότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαεσίμβροτος < (φάος) φαϝεσ- + -μ- + βροτός

  Επίθετο επεξεργασία

φαεσίμβροτος, -ος, -ον

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία