Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαεινότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φαεινότητ
α
οι
φαεινότητ
ες
γενική
της
φαεινότητ
ας
των
φαεινοτήτ
ων
αιτιατική
τη
φαεινότητ
α
τις
φαεινότητ
ες
κλητική
φαεινότητ
α
φαεινότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαεινότητα
<
φαεινός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαεινότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
φαεινού
, η
καθαρότητα
, η
διαύγεια
, το να είναι κάτι λαμπερό, φωτεινό
Συγγενικά
επεξεργασία
φαεινός
φαεινή
φαεινότητα
αγγλικά
:
lucency
(en)
γαλλικά
:
luminosité
(fr)
,
clarté
(fr)