φαγγρί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαγγρί | τα | φαγγριά |
γενική | του | φαγγριού | των | φαγγριών |
αιτιατική | το | φαγγρί | τα | φαγγριά |
κλητική | φαγγρί | φαγγριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαγγρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαγγρί < *φαγγρίον < αρχαία ελληνική φάγρος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faˈgri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαγ‐γρί
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαγγρί ουδέτερο
- ψάρι (Pagrus pagrus) της οικογένειας Sparidae
Άλλες γραφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φαγγρί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φαγγρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας